Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
συγκολλητής
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
συγκολλητ
ής
οι
συγκολλητ
ές
γενική
του
συγκολλητ
ή
των
συγκολλητ
ών
αιτιατική
τον
συγκολλητ
ή
τους
συγκολλητ
ές
κλητική
συγκολλητ
ή
συγκολλητ
ές
Κατηγορία
όπως «
ποιητής
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
συγκολλητής
<
συγκολλώ
+
-τής
Ουσιαστικό
επεξεργασία
συγκολλητής
αρσενικό
(
θηλυκό
:
συγκολλήτρια
)
(
επάγγελμα
)
τεχνίτης
ειδικός
στις
συγκολλήσεις
Μεταφράσεις
επεξεργασία
συγκολλητής
αγγλικά
:
welder
(en)
γαλλικά
:
soudeur
(fr)
ισπανικά
:
soldador
(es)
πολωνικά
:
spawacz
(pl)