συγκολλάω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συγκολλάω < συγκολλ(ώ) + νεότερο επίθημα -άω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική συγκολλῶ → δείτε και τη λέξη συγκολλώ
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /siŋ.ɡoˈla.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συ‐γκολ‐λά‐ω
Ρήμα
επεξεργασίασυγκολλάω, παθ.φωνή: συγκολλιέμαι → και δείτε συγκολλώ
- προφορική μορφή του συγκολλώ
Κλίση
επεξεργασία- → δείτε συγκολλώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία συγκολλάω
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίασυγκολλάω / συγκολλῶ
Πηγές
επεξεργασία- συγκολλάω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- συγκολλάω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.