Δείτε επίσης: συναινώ

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

συνενώνω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή συνεν(ῶ) + -ώνω, συνηρημένος τύπος του συνενόω < συν- + ἑνόω / ἑνῶ < εἷς

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /si.neˈno.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: συ‐νε‐νώ‐νω
παλιότερος συλλαβισμός: συν‐ε‐νώ‐νω

  Ρήμα επεξεργασία

συνενώνω, αόρ.: συνένωσα, παθ.φωνή: συνενώνομαι, π.αόρ.: συνενώθηκα, μτχ.π.π.: συνενωμένος

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία