link
Αγγλικά (en)Επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
link | links |
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
link (en)
- σύνδεσμος, κάτι που συνδέει
- κρίκος αλυσίδας
- (πληροφορική) συντομογραφία του hyperlink, ο σύνδεσμος (ή υπερσύνδεσμος) σε υπερκείμενο
- Υπώνυμα: external link, internal link, incoming link (backlink)
- (τηλεπικοινωνίες), (δίκτυο υπολογιστών) το κανάλι, η ζεύξη
- basic link acknowledged data transmission / γνωστοποιημένη μετάδοση δεδομένων βασικής ζεύξης [1]
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
- για το σύνδεσμο (γραμματική) δείτε conjunction
ΡήμαΕπεξεργασία
ενεστώτας | link |
γ΄ ενικό ενεστώτα | links |
αόριστος | linked |
παθητική μετοχή | linked |
ενεργητική μετοχή | linking |
link (en)
ΥπερώνυμαΕπεξεργασία
ΣύνθεταΕπεξεργασία
Επεξεργασία
Πολυλεκτικοί όροιΕπεξεργασία
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
- link στην αγγλική Βικιπαίδεια
Επεξεργασία
- ↑ Βάση Τηλεπικοινωνιακών Όρων TELETERM από τη Μόνιμη Ομάδα Τηλεπικοινωνιακής Ορολογίας (ΜΟΤΟ), τον ΟΤΕ, τον ΕΛΟΤ και τον ΕΛΕΤΟ.