ενικός         πληθυντικός  
affiliation affiliations

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

affiliation (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο, επίσημο)



      ενικός         πληθυντικός  
affiliation affiliations

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

affiliation (fr) θηλυκό

  • το να γίνεται κάποιος μέλος