conjunction
Αγγλικά (en) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- conjunction < διαμέσου της παλιάς γαλλικής από τη λατινική coniūnctiō, "ένωση, σύνδεση" < coniungere "ενώνω, συνδέω"
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
conjunction (en)
- ένωση, σύνδεση
- (απαρχαιωμένο) σεξουαλική συνεύρεση
- 1603, John Florio, translating Michel de Montaigne, Essays, vol. 1 ch. 29:
- Certaine Nations (and amongst others, the Mahometane) abhorre Conjunction with women great with childe.
- 1603, John Florio, translating Michel de Montaigne, Essays, vol. 1 ch. 29:
- (γραμματική) σύνδεσμος
- (αστρονομία, αστρολογία) σύνοδος
- (λογική) ο λογικός τελεστής της σύζευξης
- (λογική) η πρόταση που προκύπτει από το συνδυασμό δύο ή περισσότερων προτάσεων με τον λογικό τελεστή ∧ ( )