conjugate
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
conjugate | conjugates |
conjugate (en)
- η αντιστοιχία, συζυγία με κάτι άλλο
- (οργανική χημεία) το σύζευγμα
Συγγενικά
επεξεργασία- conjugation (γραμματική: συζυγία)
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | conjugate |
γ΄ ενικό ενεστώτα | conjugates |
αόριστος | conjugated |
παθητική μετοχή | conjugated |
ενεργητική μετοχή | conjugating |
conjugate (en)
- (μεταβατικό & αμετάβατο, γραμματική) κλίνω ένα ρήμα
- ↪ Conjugate the present tense of the verb “αγαπώ”.
- Να κλίνετε τον ενεστώτα του ρήματος “αγαπώ”.
- ↪ Adverbs don’t conjugate.
- Τα επιρρήματα δεν κλίνονται.
- ↪ Conjugate the present tense of the verb “αγαπώ”.