conjugate
Αγγλικά (en) Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
conjugate (en)
- η αντιστοιχία, συζυγία με κάτι άλλο
Επεξεργασία
- conjugation (γραμματική: συζυγία)
ενεστώτας | conjugate |
---|---|
γ΄ ενικό ενεστώτα | conjugates |
αόριστος | conjugated |
παθητική μετοχή | conjugated |
ενεργητική μετοχή | conjugating |
ΡήμαΕπεξεργασία
conjugate (en)
- (μεταβατικό) (γραμματική) κλίνω ένα ρήμα