conjugation
Αγγλικά (en) Επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
conjugation | conjugations |
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
conjugation (it)
- η σύζευξη
- (βιολογία) βακτηριοσύζευξη
- (γραμματική) η κλίση ρήματος, η ρηματική κλίση
Επεξεργασία
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
- declension (για ονοματική κλίση)
- inflection ( υπερώνυμο: κλίση)