σύζευξη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σύζευξη | οι | συζεύξεις |
γενική | της | σύζευξης* | των | συζεύξεων |
αιτιατική | τη | σύζευξη | τις | συζεύξεις |
κλητική | σύζευξη | συζεύξεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, συζεύξεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σύζευξη < αρχαία ελληνική σύζευξις ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική copulation / jonction / liaison[1])
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈsi.zef.ksi/
Ουσιαστικό
επεξεργασίασύζευξη θηλυκό
- το ζέψιμο δύο ή περισσοτέρων υποζυγίων (αλόγων, βοδιών, κ.ά.) για όργωμα, μεταφορά άμαξας, κ.λπ.
- (μεταφορικά) συνένωση, συναρμογή, στενή σύνδεση
- σύζευξη σκοπών
- συνένωση μηχανών ή ηλεκτρικών συσκευών, ώστε να λειτουργούν ταυτόχρονα
- (βιολογία) η ένωση δύο ανθρώπων και η ανταλλαγή γεννητικών προϊόντων
- η ένωση διά του γάμου
- (λογική) λογικός δυαδικός τελεστής (πράξη) που δέχεται δύο λογικές προτάσεις και δίνει αποτέλεσμα 'Αληθής' (true) όταν και οι δύο προτάσεις είναι 'Αληθείς', αλλιώς δίνει 'Ψευδής' (false)
- Συμβολισμός: ∧, όπως , όπου λογικές προτάσεις και διαβάζεται «p και q»[2]
- Αντίθετο: διάζευξη
- Υπερώνυμο: λογικό συνδετικό
- (λογική) η σύνθετη λογική πρόταση (συζευκτική πρόταση) που προκύπτει από το συνδυασμό δύο προτάσεων με τον λογικό τελεστή ∧ (βλ. προηγούμενο)[3]
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ένωση
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ σύζευξη - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Γεώργιος Βούρος (Πάτρα 2002), «Διακριτά Μαθηματικά», σελ. 14. Προσπέλαση 2020-02-28
- ↑ Λογική: Θεωρία και Πρακτική - Βιβλίο Μαθητή, σελ. 44-48, Γ' ΤΑΞΗ ΕΝΙΑΙΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ. Πρόσβαση 2020-02-26