konjunkcio
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- konjunkcio < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | konjunkcio | konjunkcioj |
αιτιατική | konjunkcion | konjunkciojn |
konjunkcio (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | konjunkcio | konjunkcioj |
αιτιατική | konjunkcion | konjunkciojn |
konjunkcio (eo)