Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σύζευγμα τα συζεύγματα
      γενική του συζεύγματος των συζευγμάτων
    αιτιατική το σύζευγμα τα συζεύγματα
     κλητική σύζευγμα συζεύγματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σύζευγμα < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σύζευγμα ουδέτερο

  • (οργανική χημεία) → λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)
    σύζευγμα αντισώματος, φαρμάκου
    ※  Χημική τροποποίηση του μορίου της αρτεμισινίνης και σύνθεση διμερών συζευγμάτων της με άλλα βιοδραστικά μόρια
    Τσουακλά, Παναγιώτα. Τίτλος μεταπτυχιασκής εργασίας. Πανεπιστήμιο Πατρών, 2013. (nemertes.lis.upatras.gr)

  Μεταφράσεις επεξεργασία