↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σύζευγμα τα συζεύγματα
      γενική του συζεύγματος των συζευγμάτων
    αιτιατική το σύζευγμα τα συζεύγματα
     κλητική σύζευγμα συζεύγματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σύζευγμα < συζευγνύω + -μα < αρχαία ελληνική συζεύγνυμι (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική conjugate)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σύζευγμα ουδέτερο

  1. η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του συζευγνύω
  2. (οργανική χημεία) σύνθετο μόριο που προκύπτει από τη χημική ένωση δύο ή περισσότερων διαφορετικών μορίων με σκοπό τη βελτίωση των ιδιοτήτων τους, όπως η στοχευμένη δράση ή η αυξημένη αποτελεσματικότητα
    ⮡  σύζευγμα αντισώματος, φαρμάκου
    ※  Χημική τροποποίηση του μορίου της αρτεμισινίνης και σύνθεση διμερών συζευγμάτων της με άλλα βιοδραστικά μόρια
  • Τσουακλά, Παναγιώτα. Τίτλος μεταπτυχιασκής εργασίας. Πανεπιστήμιο Πατρών, 2013. (nemertes.lis.upatras.gr)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία