Ετυμολογία

επεξεργασία
συζευγνύω < αρχαία ελληνική συζεύγνυμι

συζευγνύω, στ.μέλλ.: θα συζεύξω, αόρ.: συνέζευξα, παθ.φωνή: συζευγνύομαι, μτχ.π.π.: συζευγμένος (οι εξακολουθητικοί χρόνοι δεν είναι εύχρηστοι)

  1. συνδέω, προκαλώ τη σύζευξη δύο πραγμάτων
  2. παντρεύω (μόνο στην παθητική φωνή και στη φράση «ους ο Θεός συνέζευξε»)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία