↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο συζευγμένος η συζευγμένη το συζευγμένο
      γενική του συζευγμένου της συζευγμένης του συζευγμένου
    αιτιατική τον συζευγμένο τη συζευγμένη το συζευγμένο
     κλητική συζευγμένε συζευγμένη συζευγμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι συζευγμένοι οι συζευγμένες τα συζευγμένα
      γενική των συζευγμένων των συζευγμένων των συζευγμένων
    αιτιατική τους συζευγμένους τις συζευγμένες τα συζευγμένα
     κλητική συζευγμένοι συζευγμένες συζευγμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
συζευγμένος < λείπει η ετυμολογία

συζευγμένος, -η, -ο

  1. παντρεμένος
  2. ομόζυγος
  3. (μαθηματικά) συζυγής, προσαρτημένος

  Μεταφράσεις

επεξεργασία