Δείτε επίσης: ὁμόζυγος
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ομόζυγος η ομόζυγη το ομόζυγο
      γενική του ομόζυγου της ομόζυγης του ομόζυγου
    αιτιατική τον ομόζυγο την ομόζυγη το ομόζυγο
     κλητική ομόζυγε ομόζυγη ομόζυγο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ομόζυγοι οι ομόζυγες τα ομόζυγα
      γενική των ομόζυγων των ομόζυγων των ομόζυγων
    αιτιατική τους ομόζυγους τις ομόζυγες τα ομόζυγα
     κλητική ομόζυγοι ομόζυγες ομόζυγα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ομόζυγος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὁμόζυγος (ζώα υπό τον ίδιο ζυγό, έννοιες σε αντιστοιχία) [1] Μορφολογικά αναλύεται σε ομό- (< όμοιος) + ζυγός.

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /oˈmo.zi.ɣos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ο‐μό‐ζυ‐γος

  Επίθετο

επεξεργασία

ομόζυγος, -η, -ο

  1. μέρη συνόλου, συγγενικές έννοιες ή σχέσεις
  2. (φιλοσοφία) διαλεκτικά συστατικά (βλ. διαλεκτική)
    ※  Και το παράδοξο είναι, ότι ο μύθος που είναι ομόζυγος με το λόγο», του γίνεται ταυτόχρονα και αντίζυγος. Του είναι ομόζυγος, γιατί είναι «εικός», δηλαδή ταιριασμένος με το λόγο. Είναι όμως και αντίζυγος, γιατί ο μύθος είναι ιστόρηση, ζωγραφιά, και κάθε ιστόρηση είναι αντίθετη στην έννοια.
    Ιωάννης Θεοδωρακόπουλος, Εισαγωγή στον Πλάτωνα, 1964, 4η έκδοση
  3. (βιολογία) άτομο που φέρει ίδια γονίδια για μία ιδιότητα· και από τη μητέρα, και από τον πατέρα
    ※  Ένα άτομο με ίδια αλληλόμορφα γονίδια για μια συγκεκριμένη ιδιότητα είναι ομόζυγο για την ιδιότητα αυτή, ενώ ένα άτομο με δύο διαφορετικά αλληλόμορφα γονίδια είναι ετερόζυγο
    κεφάλαιο 5.3 - Μαυρικάκη, Ευαγγελία. et al. (χ.χ.) Βιολογία Γ' Γυμνασίου). Οργανισμός Εκδόσεως Διδακτικών Βιβλίων.

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. ομόζυγοςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  2. Zygosity: Homozygous στην αγγλόφωνη Βικιπαίδεια.