διζυγωτικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- διζυγωτικός < διζυγώτης
Επίθετο επεξεργασία
διζυγωτικός
- ο σχετικός με τον διζυγώτη δίδυμο
- οι ετεροζυγώτες δίδυμοι που δεν μοιράζονται πλήρως κοινό DNA, καθώς έχουν προέλθει από τη γονιμοποίηση δύο και όχι ενός ωαρίου, σε αντιδιαστολή προς τους μονοζυγώτες ή ομοζυγώτες
Αντώνυμα επεξεργασία