Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διζυγωτικός η διζυγωτική το διζυγωτικό
      γενική του διζυγωτικού της διζυγωτικής του διζυγωτικού
    αιτιατική τον διζυγωτικό τη διζυγωτική το διζυγωτικό
     κλητική διζυγωτικέ διζυγωτική διζυγωτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διζυγωτικοί οι διζυγωτικές τα διζυγωτικά
      γενική των διζυγωτικών των διζυγωτικών των διζυγωτικών
    αιτιατική τους διζυγωτικούς τις διζυγωτικές τα διζυγωτικά
     κλητική διζυγωτικοί διζυγωτικές διζυγωτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

διζυγωτικός < διζυγώτης

  Επίθετο επεξεργασία

διζυγωτικός

  1. ο σχετικός με τον διζυγώτη δίδυμο
  2. οι ετεροζυγώτες δίδυμοι που δεν μοιράζονται πλήρως κοινό DNA, καθώς έχουν προέλθει από τη γονιμοποίηση δύο και όχι ενός ωαρίου, σε αντιδιαστολή προς τους μονοζυγώτες ή ομοζυγώτες



Αντώνυμα επεξεργασία


Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία