adjoint
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | adjoint | adjoints |
θηλυκό | adjointe | adjointes |
adjoint (fr)
- ο βοηθός
Επίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | adjoint | adjoints |
θηλυκό | adjointe | adjointes |
adjoint (fr)
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη adjoindre