↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παντρεμένος η παντρεμένη το παντρεμένο
      γενική του παντρεμένου της παντρεμένης του παντρεμένου
    αιτιατική τον παντρεμένο την παντρεμένη το παντρεμένο
     κλητική παντρεμένε παντρεμένη παντρεμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παντρεμένοι οι παντρεμένες τα παντρεμένα
      γενική των παντρεμένων των παντρεμένων των παντρεμένων
    αιτιατική τους παντρεμένους τις παντρεμένες τα παντρεμένα
     κλητική παντρεμένοι παντρεμένες παντρεμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
παντρεμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος παντρεύω

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /pan.dɾeˈme.nos/ & /pa.dɾeˈme.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πα‐ντρε‐μέ‐νος

παντρεμένος, -η, -ο

  1. που έχει παντρευτεί
     συνώνυμα: νυμφευμένος, έγγαμος, ύπανδρος
     αντώνυμα: ανύπαντρος, ανύμφευτος, άγαμος, απειρόγαμος, απάντρευτος
  2. (μεταφορικά) που δείχνει ιδιαίτερη και αποκλειστική αφοσίωση σε κάτι
    ⮡  είναι παντρεμένος με τη δουλειά του

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία