↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο νυμφευμένος η νυμφευμένη το νυμφευμένο
      γενική του νυμφευμένου της νυμφευμένης του νυμφευμένου
    αιτιατική τον νυμφευμένο τη νυμφευμένη το νυμφευμένο
     κλητική νυμφευμένε νυμφευμένη νυμφευμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι νυμφευμένοι οι νυμφευμένες τα νυμφευμένα
      γενική των νυμφευμένων των νυμφευμένων των νυμφευμένων
    αιτιατική τους νυμφευμένους τις νυμφευμένες τα νυμφευμένα
     κλητική νυμφευμένοι νυμφευμένες νυμφευμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
νυμφευμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου νυμφεύω, νυμφεύομαι

νυμφευμένος, -η, -ο

Συνώνυμα

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία