Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
νυμφεύομαι
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ρήμα
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
Ετυμολογία
επεξεργασία
νυμφεύομαι
<
νύμφη
+ -ομαι
Ρήμα
επεξεργασία
νυμφεύομαι
αποκτώ
νύμφη
, παντρεύομαι, για άνδρες
Μεταφράσεις
επεξεργασία
νυμφεύομαι
γαλλικά
: prendre pour
femme
(fr)
,
épouser
(fr)