épouser
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία< espuser < από το λατινικό λαϊκό sposare < από το παλιό λατινικό sponsare
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαépouser (fr)
- παντρεύομαι
- il a épousé Marie par amour : παντρεύτηκε τη Μαρία από αγάπη
- épouser quelqu'un pour sa fortune : παντρεύομαι κάποιον για την περιουσία του
- ασπάζομαι
- il a épousé les idées de son directeur : ασπάστηκε τις ιδέες του διευθυντή του
- la robe épouse bien les formes du corps : το φόρεμα ταιριάζει απόλυτα με τις γραμμές του σώματος