Ετυμολογία

επεξεργασία
épouse < λατινική sponsa

  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
épouse épouses

épouse (fr) θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία