Δείτε επίσης: ἀσπάζομαι

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ασπάζομαι < αρχαία ελληνική ἀσπάζομαι

ασπάζομαι (αποθετικό ρήμα)

  1. φιλάω, αγκαλιάζω
  2. δέχομαι, αποδέχομαι, παραδέχομαι, υιοθετώ, εγκολπώνομαι
  3. ενστερνίζομαι μια ιδεολογία ή γίνομαι πιστός μιας θρησκείας

  Μεταφράσεις

επεξεργασία