Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ασπασμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Δείτε επίσης
:
σπασμένος
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ασπασμέν
ος
η
ασπασμέν
η
το
ασπασμέν
ο
γενική
του
ασπασμέν
ου
της
ασπασμέν
ης
του
ασπασμέν
ου
αιτιατική
τον
ασπασμέν
ο
την
ασπασμέν
η
το
ασπασμέν
ο
κλητική
ασπασμέν
ε
ασπασμέν
η
ασπασμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ασπασμέν
οι
οι
ασπασμέν
ες
τα
ασπασμέν
α
γενική
των
ασπασμέν
ων
των
ασπασμέν
ων
των
ασπασμέν
ων
αιτιατική
τους
ασπασμέν
ους
τις
ασπασμέν
ες
τα
ασπασμέν
α
κλητική
ασπασμέν
οι
ασπασμέν
ες
ασπασμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
ασπασμένος
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
ασπάζομαι
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ασπασμένος