ασπασμένων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος μετοχής
επεξεργασίαασπασμένων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του ασπασμένος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του ασπασμένος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του ασπασμένος
ασπασμένων