Δείτε επίσης: ασπασμένος
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σπασμένος η σπασμένη το σπασμένο
      γενική του σπασμένου της σπασμένης του σπασμένου
    αιτιατική τον σπασμένο τη σπασμένη το σπασμένο
     κλητική σπασμένε σπασμένη σπασμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σπασμένοι οι σπασμένες τα σπασμένα
      γενική των σπασμένων των σπασμένων των σπασμένων
    αιτιατική τους σπασμένους τις σπασμένες τα σπασμένα
     κλητική σπασμένοι σπασμένες σπασμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σπασμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος σπάω / σπάζω
 
Ένα σπασμένο ποτήρι.

σπασμένος -η -ο

  1. που έχει σπάσει
    σπασμένο τζάμι
  2. (πληροφορική) (για πρόγραμμα ηλεκτρονικού υπολογιστή) που έχει παραβιαστεί το κλείδωμα το οποίο αποτρέπει τη χρήση ενός προγράμματος από πρόσωπα που δεν το έχουν αποκτήσει νόμιμα
    ※  Σπασμένα ή πειρατικά είναι τα Windows τα οποία έχουμε ενεργοποιήσει παράνομα με κάποιο πρόγραμμα ή κάποια άλλη παράτυπη μέθοδο [1]
     συνώνυμα: πειρατικός

Εκφράσεις

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία