σπασμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σπασμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος σπάω / σπάζω
Μετοχή
επεξεργασίασπασμένος -η -ο
- που έχει σπάσει
- σπασμένο τζάμι
- (πληροφορική) (για πρόγραμμα ηλεκτρονικού υπολογιστή) που έχει παραβιαστεί το κλείδωμα το οποίο αποτρέπει τη χρήση ενός προγράμματος από πρόσωπα που δεν το έχουν αποκτήσει νόμιμα
- ※ Σπασμένα ή πειρατικά είναι τα Windows τα οποία έχουμε ενεργοποιήσει παράνομα με κάποιο πρόγραμμα ή κάποια άλλη παράτυπη μέθοδο [1]
- ≈ συνώνυμα: πειρατικός
Εκφράσεις
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ (αγγλικά) Κάτοχοι σπασμένων Windows 7 και Windows 8.1. Πρόσβαση 2020-10-03.