κλείδωμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κλείδωμα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίακλείδωμα ουδέτερο
- αποτροπή εισόδου ή πρόσβασης σε κάτι (με χρήση κλειδαριάς ή αλλού μέσου)
Παράγωγα
επεξεργασία- υβρεοκλείδωμα (ψηφιακή αναγνώριση λίστας λέξεων και μη αποδοχή ανανέωσης σελίδας/ανοίγματος e-mail κτλ. όταν έστω και μία από τις λέξεις εμπεριέχεται, ακόμα και σε μη χυδαία λέξη· πχ bαnαl)