Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

 

  Ετυμολογία επεξεργασία

κλείδωμα κύλισης < → δείτε τις λέξεις κλείδωμα και κύλιση < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική Scroll Lock

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

κλείδωμα κύλισης

  • (πληροφορική) Scroll Lock: πλήκτρο στο αριστερό μέρος ενός κανονικού πληκτρολογίου, του οποίου η ενεργοποίηση έχει σαν αποτέλεσμα τα πλήκτρα βέλους (arrow keys) να μετακινούν το κείμενο αντί τον δρομέα (cursor). Στα σύγχρονα γραφικά περιβάλλοντα δεν χρησιμοποιείται εκτώς, από μικρές εξαιρέσεις όπως το Excel.[1]
    ※  Το κλείδωμα κύλισης χρησιμοποιεί τα πλήκτρα βέλους για να μετακινηθείτε εντός ενός παραθύρου, αντί να χρησιμοποιήσετε το ποντίκι και τη γραμμή κύλισης.[2]

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία