Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η δρομέας οι δρομείς
      γενική του
του/της
δρομέα
δρομέως
των δρομέων
    αιτιατική τον/τη δρομέα τους/τις δρομείς
     κλητική δρομέα δρομείς
Ο πρώτος τύπος της γενικής ενικού, μόνο για το αρσενικό.
Ο δεύτερος τύπος, και για τα δύο γένη, είναι λόγιος.
Κατηγορία όπως «συγγραφέας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Δρομείς σε μαραθώνιο.
 
Δρομέας που δείχνει τη θέση ποντικιού στην οθόνη υπολογιστή.

  Ετυμολογία Επεξεργασία

δρομέας < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική δρομεύς από την αιτιατική «τὸν δρομέα» < δρόμος
για τον όρο της πληροφορικής < σημασιολογικό δάνειο από την αγγλική cursor [1]

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ΔΦΑ : /ðɾoˈme.as/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δρο‐μέ‐ας

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

δρομέας αρσενικό ή θηλυκό

  1. (αθλητισμός) αθλητής που τρέχει σε αγώνα δρόμου
  2. (τεχνολογία) το κινούμενο μέρος ενός ηλεκτρικού κινητήρα
    → δείτε τη λέξη ρότορας
  3. μηχανισμός που επιτρέπει την μετακίνηση (αυτόματα και κατά σταθερού μήκους διάστημα) του τυμπάνουκυλίνδρου») της γραφομηχανής (πάνω στο οποίο τοποθετείται το χαρτί) κατά την πληκτρολόγηση ώστε ο κάθε χαρακτήρας που πληκτρολογείται διαδοχικά να τυπώνεται πλάι στον προηγούμενο και όχι από πάνω του
  4. (πληροφορική) δείκτης που μετακινείται πάνω στην οθόνη του υπολογιστή καθώς πληκτρολογεί ο χρήστης και υποδεικνύει τη θέση εισαγωγής κειμένου (κατ' αναλογία με τον αντίστοιχο όρο που χρησιμοποιείται στη δακτυλογραφία από τον οποίο προέρχεται)
     συνώνυμα: κέρσορας, δείκτης
  5. (ορνιθολογία) πτηνό που δεν μπορεί να πετάξει αλλά τρέχει (όπως η στρουθοκάμηλος)

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

  ΑναφορέςΕπεξεργασία