δρομέας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο/η | δρομέας | οι | δρομείς |
γενική | του του/της |
δρομέα δρομέως |
των | δρομέων |
αιτιατική | τον/τη | δρομέα | τους/τις | δρομείς |
κλητική | δρομέα | δρομείς | ||
Ο πρώτος τύπος της γενικής ενικού, μόνο για το αρσενικό. Ο δεύτερος τύπος, και για τα δύο γένη, είναι λόγιος. | ||||
Κατηγορία όπως «συγγραφέας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- δρομέας < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική δρομεύς από την αιτιατική «τὸν δρομέα» < δρόμος
- για τον όρο της πληροφορικής < σημασιολογικό δάνειο από την αγγλική cursor [1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ðɾoˈme.as/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δρο‐μέ‐ας
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδρομέας αρσενικό ή θηλυκό
- (αθλητισμός) αθλητής που τρέχει σε αγώνα δρόμου
- (τεχνολογία) το κινούμενο μέρος ενός ηλεκτρικού κινητήρα
- → δείτε τη λέξη ρότορας
- μηχανισμός που επιτρέπει την μετακίνηση (αυτόματα και κατά σταθερού μήκους διάστημα) του τυμπάνου («κυλίνδρου») της γραφομηχανής (πάνω στο οποίο τοποθετείται το χαρτί) κατά την πληκτρολόγηση ώστε ο κάθε χαρακτήρας που πληκτρολογείται διαδοχικά να τυπώνεται πλάι στον προηγούμενο και όχι από πάνω του
- (πληροφορική) δείκτης που μετακινείται πάνω στην οθόνη του υπολογιστή καθώς πληκτρολογεί ο χρήστης και υποδεικνύει τη θέση εισαγωγής κειμένου (κατ' αναλογία με τον αντίστοιχο όρο που χρησιμοποιείται στη δακτυλογραφία από τον οποίο προέρχεται)
- (ορνιθολογία) πτηνό που δεν μπορεί να πετάξει αλλά τρέχει (όπως η στρουθοκάμηλος)
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη δρόμος
Μεταφράσεις
επεξεργασία πτηνό
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ δρομέας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας