δακτυλογραφία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- δακτυλογραφία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική dactylographie < αρχαία ελληνική δάκτυλος + γράφω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδακτυλογραφία θηλυκό
- η τεχνική της χρήσης γραφομηχανής ή ηλεκτρονικού υπολογιστή για την καταγραφή κειμένου
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη δακτυλογραφώ