Ετυμολογία

επεξεργασία
δακτυλογραφώ < μεσαιωνική ελληνική δακτυλογραφέω[1] / δακτυλογραφῶ[2] < αρχαία ελληνική δάκτυλος + γράφω ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική dactylographier[2] [3])

δακτυλογραφώ (παθητική φωνή: δακτυλογραφούμαι)

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία
→ δείτε και τις λέξεις δάκτυλο και γράφω

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  1. δακτυλογραφέω - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
  2. 2,0 2,1 δακτυλογραφώΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  3. δακτυλογραφώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας