δακτυλογραφώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- δακτυλογραφώ < μεσαιωνική ελληνική δακτυλογραφέω[1] / δακτυλογραφῶ[2] < αρχαία ελληνική δάκτυλος + γράφω ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική dactylographier[2] [3])
Ρήμα
επεξεργασίαδακτυλογραφώ (παθητική φωνή: δακτυλογραφούμαι)
- πληκτρολογώ ένα κείμενο σε γραφομηχανή ή ηλεκτρονικό υπολογιστή
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | δακτυλογραφώ | δακτυλογραφούσα | θα δακτυλογραφώ | να δακτυλογραφώ | δακτυλογραφώντας | |
β' ενικ. | δακτυλογραφείς | δακτυλογραφούσες | θα δακτυλογραφείς | να δακτυλογραφείς | (δακτυλογράφει) | |
γ' ενικ. | δακτυλογραφεί | δακτυλογραφούσε | θα δακτυλογραφεί | να δακτυλογραφεί | ||
α' πληθ. | δακτυλογραφούμε | δακτυλογραφούσαμε | θα δακτυλογραφούμε | να δακτυλογραφούμε | ||
β' πληθ. | δακτυλογραφείτε | δακτυλογραφούσατε | θα δακτυλογραφείτε | να δακτυλογραφείτε | δακτυλογραφείτε | |
γ' πληθ. | δακτυλογραφούν(ε) | δακτυλογραφούσαν(ε) | θα δακτυλογραφούν(ε) | να δακτυλογραφούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | δακτυλογράφησα | θα δακτυλογραφήσω | να δακτυλογραφήσω | δακτυλογραφήσει | ||
β' ενικ. | δακτυλογράφησες | θα δακτυλογραφήσεις | να δακτυλογραφήσεις | δακτυλογράφησε | ||
γ' ενικ. | δακτυλογράφησε | θα δακτυλογραφήσει | να δακτυλογραφήσει | |||
α' πληθ. | δακτυλογραφήσαμε | θα δακτυλογραφήσουμε | να δακτυλογραφήσουμε | |||
β' πληθ. | δακτυλογραφήσατε | θα δακτυλογραφήσετε | να δακτυλογραφήσετε | δακτυλογραφήστε | ||
γ' πληθ. | δακτυλογράφησαν δακτυλογραφήσαν(ε) |
θα δακτυλογραφήσουν(ε) | να δακτυλογραφήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω δακτυλογραφήσει | είχα δακτυλογραφήσει | θα έχω δακτυλογραφήσει | να έχω δακτυλογραφήσει | ||
β' ενικ. | έχεις δακτυλογραφήσει | είχες δακτυλογραφήσει | θα έχεις δακτυλογραφήσει | να έχεις δακτυλογραφήσει | ||
γ' ενικ. | έχει δακτυλογραφήσει | είχε δακτυλογραφήσει | θα έχει δακτυλογραφήσει | να έχει δακτυλογραφήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε δακτυλογραφήσει | είχαμε δακτυλογραφήσει | θα έχουμε δακτυλογραφήσει | να έχουμε δακτυλογραφήσει | ||
β' πληθ. | έχετε δακτυλογραφήσει | είχατε δακτυλογραφήσει | θα έχετε δακτυλογραφήσει | να έχετε δακτυλογραφήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν δακτυλογραφήσει | είχαν δακτυλογραφήσει | θα έχουν δακτυλογραφήσει | να έχουν δακτυλογραφήσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία δακτυλογραφώ
- ↑ δακτυλογραφέω - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
- ↑ 2,0 2,1 δακτυλογραφώ - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- ↑ δακτυλογραφώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας