Δείτε επίσης: δακτυλόγραφος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η δακτυλογράφος οι δακτυλογράφοι
      γενική του/της δακτυλογράφου των δακτυλογράφων
    αιτιατική τον/τη δακτυλογράφο τους/τις δακτυλογράφους
     κλητική δακτυλογράφε δακτυλογράφοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

δακτυλογράφος < δάκτυλ(ος) + -ο- + -γράφος, (άμεσο δάνειο) γαλλική dactylographe

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ða.kti.loˈɣɾa.fos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δα‐κτυ‐λο‐γρά‐φος
τονικό παρώνυμο: δακτυλόγραφος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

δακτυλογράφος αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

→ δείτε και τη λέξη δακτυλογραφώ

  Μεταφράσεις επεξεργασία