Ουσιαστικό

επεξεργασία

cursor (en)

  1. ο δείκτης στα όργανα μέτρησης
  2. (πληροφορική) ο κέρσορας, ο δείκτης του σημείου που θα γίνει εισαγωγή αυτού που θα πληκτρολογηθεί
  3. (πληροφορική), (GUI) ο δρομέας, ο κέρσορας, ο δείκτης
    ⮡  Is the cursor on the screen?
    Είναι ο δρομέας στην οθόνη;
     συνώνυμα: pointer