Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
cursor
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Αγγλικά
(en)
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
cursor
(en)
ο
δείκτης
στα όργανα μέτρησης
(
πληροφορική
) ο
κέρσορας
, ο
δείκτης
του σημείου που θα γίνει εισαγωγή αυτού που θα πληκτρολογηθεί
(
πληροφορική
), (
GUI
) ο
δρομέας
, ο
κέρσορας
, ο
δείκτης
⮡
Is the
cursor
on the screen?
Είναι ο
δρομέας
στην οθόνη;
≈
συνώνυμα
:
pointer