δείκτης
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | δείκτης | οι | δείκτες |
γενική | του | δείκτη | των | δεικτών |
αιτιατική | τον | δείκτη | τους | δείκτες |
κλητική | δείκτη | δείκτες | ||
όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- δείκτης < ελληνιστική κοινή δείκτης
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
δείκτης και δείχτης αρσενικό
- αντικείμενο που δείχνει μια τιμή
- ο λεπτός δείκτης του ρολογιού δείχνει τα λεπτά
- το δεύτερο δάχτυλο του χεριού μας, αυτό που συνήθως χρησιμοποιούμε για να δείχνουμε κάτι
- (χημεία) χημική ένωση της οποίας το χρώμα μεταβάλλεται όταν προσθέσουμε σε αυτήν οξύ ή βάση
- αριθμητικό ή άλλο μέγεθος που παρέχει πληροφορίες ή αποτελεί ένδειξη για την εξέλιξη ενός ευρύτερου φαινομένου
- (μαθηματικά) μικρός χαρακτήρας κάτω από την θέση του κανονικού και κοντά σε αυτόν (πχ. x2).
- (πληροφορική), (GUI) ο κέρσορας, ο δρομέας του ποντικιού όπως φαίνεται στην οθόνη του υπολογιστή
- (προγραμματισμός) είδος μεταβλητής (variable) που δεν περιέχει την ίδια την τιμή της πληροφορίας, αλλά έναν αριθμό που προσδιορίζει την θέσης (address) της σε αποθηκευτικό μέσο (πχ. σκληρό δίσκο, μνήμη Η/Υ) από όπου μπορεί να ανακτηθεί η τιμή ή τη θέση στοιχείου σε μια δομή ακολουθίας στοιχείων (πχ. πίνακα).
- (παρωχημένο) το ευρετήριο στο τέλος των βιβλίων (πρβ. λατινική index)
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
ΣύνθεταΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
δείκτης
|