δείκτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | δείκτης | οι | δείκτες |
γενική | του | δείκτη | των | δεικτών |
αιτιατική | τον | δείκτη | τους | δείκτες |
κλητική | δείκτη | δείκτες | ||
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- δείκτης < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή δείκτης (που εκθέτει) [1]
- για το δάχτυλο: (ελληνιστική κοινή) δεικτικός (εννοείται δάκτυλος
- για τα μαθηματικά < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική indice, indicateur & γερμανική Anzeiger, Anzeige
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈði.ktis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δεί‐κτης
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδείκτης και δείχτης αρσενικό
- αντικείμενο που δείχνει μια τιμή
- ⮡ ο λεπτός δείκτης του ρολογιού δείχνει τα λεπτά
- (ανατομία) το δεύτερο δάχτυλο του χεριού μας, αυτό που συνήθως χρησιμοποιούμε για να δείχνουμε κάτι
- αριθμητικό ή άλλο μέγεθος που παρέχει πληροφορίες ή αποτελεί ένδειξη για την εξέλιξη ενός ευρύτερου φαινομένου, όπως στην οικονομία
- ≈ συνώνυμα: (μαθηματικά, στατιστική, οικονομία) αριθμοδείκτης
- (μαθηματικά)
- (πληροφορική), (GUI) ο κέρσορας, ο δρομέας του ποντικιού όπως φαίνεται στην οθόνη του υπολογιστή
- (προγραμματισμός) είδος μεταβλητής (variable) που δεν περιέχει την ίδια την τιμή της πληροφορίας, αλλά έναν αριθμό που προσδιορίζει την θέσης (address) της σε αποθηκευτικό μέσο (πχ. σκληρό δίσκο, μνήμη Η/Υ) από όπου μπορεί να ανακτηθεί η τιμή ή τη θέση στοιχείου σε μια δομή ακολουθίας στοιχείων (πχ. πίνακα).
- (χημεία) χημική ένωση της οποίας το χρώμα μεταβάλλεται όταν προσθέσουμε σε αυτήν οξύ ή βάση
- (παρωχημένο) το ευρετήριο στο τέλος των βιβλίων (< λατινική index)
Σύνθετα
επεξεργασίαόπως
Δείτε επίσης
επεξεργασίαδάχτυλα χεριού:
Μεταφράσεις
επεξεργασία (γενικά) κάτι που δείχνει
(δάχτυλο χεριού)
Μεταφράσεις προς κατάταξη κατά έννοια
δείκτης
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ δείκτης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία(ελληνιστική κοινή) → ζητούμενο λήμμα
Σύνθετα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- δείκτης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.