Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο λεπτοδείκτης οι λεπτοδείκτες
      γενική του λεπτοδείκτη των λεπτοδεικτών
    αιτιατική τον λεπτοδείκτη τους λεπτοδείκτες
     κλητική λεπτοδείκτη λεπτοδείκτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

λεπτοδείκτης < λεπτό + -δείκτης

  Ουσιαστικό επεξεργασία

λεπτοδείκτης αρσενικό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία