Επίθετο

επεξεργασία
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό indicateur indicateurs
θηλυκό indicatrice indicatrices

indicateur (fr)

  1. προδοτικός

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
indicateur indicateurs

indicateur (fr) αρσενικό

  1. ο καταδότης, o σπιούνος, o πληροφοριοδότης
  2. ο δείκτης

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη indiquer