Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
προδοτικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
προδοτικ
ός
η
προδοτικ
ή
το
προδοτικ
ό
γενική
του
προδοτικ
ού
της
προδοτικ
ής
του
προδοτικ
ού
αιτιατική
τον
προδοτικ
ό
την
προδοτικ
ή
το
προδοτικ
ό
κλητική
προδοτικ
έ
προδοτικ
ή
προδοτικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
προδοτικ
οί
οι
προδοτικ
ές
τα
προδοτικ
ά
γενική
των
προδοτικ
ών
των
προδοτικ
ών
των
προδοτικ
ών
αιτιατική
τους
προδοτικ
ούς
τις
προδοτικ
ές
τα
προδοτικ
ά
κλητική
προδοτικ
οί
προδοτικ
ές
προδοτικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
προδοτικός
<
προδότης
Επίθετο
επεξεργασία
προδοτικός
που αναφέρεται σε έναν
προδότη
ή μια
προδοσία
αποκαλύφθηκε ο
προδοτικός
ρόλος του
Συγγενικά
επεξεργασία
προδίδω
προδότης
προδοσία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
προδοτικός
αγγλικά
:
traitorous
(en)