προδίδω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- προδίδω < αρχαία ελληνική προδίδωμι
Ρήμα
επεξεργασίαπροδίδω και παθητικό προδίδομαι
- αθετώ μια αυτονόητη ή ρητή υπόσχεση και αποκαλύπτω μυστικό που βλάπτει άτομο ή σύνολο ατόμων και τα εκθέτω στους διώκτες ή στους εχθρούς τους
- Πρόδωσε την πατρίδα του
- Αποκάλυψε στην αστυνομία που κρυβόταν ο Τάκης. Πρόδωσε τον καλύτερό του φίλο!
- Πρόδωσε την εμπιστοσύνη που του δείξαμε
- φέρομαι διπρόσωπα και απατώ τον ερωτικό μου σύντροφο
- Με πρόδωσες με την καλύτερή μου φίλη!
- διαψεύδω τις προσδοκίες άλλων ή και τις δικές μου για τον εαυτό μου, άθελά μου
- Θέλω να συνεχίσω να δουλεύω, αλλά πια με προδίδει η μνήμη μου και γενικά οι πνευματικές μου δυνάμεις. Πρέπει να βγω στη σύνταξη.
- διαψεύδω εσκεμμένα ελπίδες και προσδοκίες άλλων ή δικές μου
- Εγινε ίδιος με αυτούς που κατηγορούσε. Πρόδωσε τις αρχές του
- μια ακούσια συμπεριφορά ή μια λεπτομέρεια που δεν πρόσεξα, αποκαλύπτει άθελά μου κάτι που δεν ήθελα να φανερώσω
- Τον προδίδει το ένοχο βλέμμα του
- Την πρόδωσε το κινητό γιατί ο άντρας της βρήκε μηνύματα από τον εραστή της
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | προδίδω | πρόδιδα | θα προδίδω | να προδίδω | προδίδοντας | |
β' ενικ. | προδίδεις | πρόδιδες | θα προδίδεις | να προδίδεις | πρόδιδε | |
γ' ενικ. | προδίδει | πρόδιδε | θα προδίδει | να προδίδει | ||
α' πληθ. | προδίδουμε | προδίδαμε | θα προδίδουμε | να προδίδουμε | ||
β' πληθ. | προδίδετε | προδίδατε | θα προδίδετε | να προδίδετε | προδίδετε | |
γ' πληθ. | προδίδουν(ε) | πρόδιδαν προδίδαν(ε) |
θα προδίδουν(ε) | να προδίδουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | πρόδωσα | θα προδώσω | να προδώσω | προδώσει | ||
β' ενικ. | πρόδωσες | θα προδώσεις | να προδώσεις | πρόδωσε | ||
γ' ενικ. | πρόδωσε | θα προδώσει | να προδώσει | |||
α' πληθ. | προδώσαμε | θα προδώσουμε | να προδώσουμε | |||
β' πληθ. | προδώσατε | θα προδώσετε | να προδώσετε | προδώστε | ||
γ' πληθ. | πρόδωσαν προδώσαν(ε) |
θα προδώσουν(ε) | να προδώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω προδώσει | είχα προδώσει | θα έχω προδώσει | να έχω προδώσει | ||
β' ενικ. | έχεις προδώσει | είχες προδώσει | θα έχεις προδώσει | να έχεις προδώσει | έχε προδομένο | |
γ' ενικ. | έχει προδώσει | είχε προδώσει | θα έχει προδώσει | να έχει προδώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε προδώσει | είχαμε προδώσει | θα έχουμε προδώσει | να έχουμε προδώσει | ||
β' πληθ. | έχετε προδώσει | είχατε προδώσει | θα έχετε προδώσει | να έχετε προδώσει | έχετε προδομένο | |
γ' πληθ. | έχουν προδώσει | είχαν προδώσει | θα έχουν προδώσει | να έχουν προδώσει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) προδομένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) προδομένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) προδομένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) προδομένο |
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | προδίδομαι | προδιδόμουν(α) | θα προδίδομαι | να προδίδομαι | ||
β' ενικ. | προδίδεσαι | προδιδόσουν(α) | θα προδίδεσαι | να προδίδεσαι | προδίδου | |
γ' ενικ. | προδίδεται | προδιδόταν(ε) | θα προδίδεται | να προδίδεται | ||
α' πληθ. | προδιδόμαστε | προδιδόμαστε προδιδόμασταν |
θα προδιδόμαστε | να προδιδόμαστε | ||
β' πληθ. | προδίδεστε | προδιδόσαστε προδιδόσασταν |
θα προδίδεστε | να προδίδεστε | προδίδεστε | |
γ' πληθ. | προδίδονται | προδίδονταν προδιδόντουσαν |
θα προδίδονται | να προδίδονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | προδόθηκα | θα προδοθώ | να προδοθώ | προδοθεί | ||
β' ενικ. | προδόθηκες | θα προδοθείς | να προδοθείς | προδώσου | ||
γ' ενικ. | προδόθηκε | θα προδοθεί | να προδοθεί | |||
α' πληθ. | προδοθήκαμε | θα προδοθούμε | να προδοθούμε | |||
β' πληθ. | προδοθήκατε | θα προδοθείτε | να προδοθείτε | προδοθείτε | ||
γ' πληθ. | προδόθηκαν προδοθήκαν(ε) |
θα προδοθούν(ε) | να προδοθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω προδοθεί | είχα προδοθεί | θα έχω προδοθεί | να έχω προδοθεί | προδομένος | |
β' ενικ. | έχεις προδοθεί | είχες προδοθεί | θα έχεις προδοθεί | να έχεις προδοθεί | ||
γ' ενικ. | έχει προδοθεί | είχε προδοθεί | θα έχει προδοθεί | να έχει προδοθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε προδοθεί | είχαμε προδοθεί | θα έχουμε προδοθεί | να έχουμε προδοθεί | ||
β' πληθ. | έχετε προδοθεί | είχατε προδοθεί | θα έχετε προδοθεί | να έχετε προδοθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν προδοθεί | είχαν προδοθεί | θα έχουν προδοθεί | να έχουν προδοθεί |