Ετυμολογία

επεξεργασία
προδίδω < αρχαία ελληνική προδίδωμι

προδίδω και παθητικό προδίδομαι

  1. αθετώ μια αυτονόητη ή ρητή υπόσχεση και αποκαλύπτω μυστικό που βλάπτει άτομο ή σύνολο ατόμων και τα εκθέτω στους διώκτες ή στους εχθρούς τους
    Πρόδωσε την πατρίδα του
    Αποκάλυψε στην αστυνομία που κρυβόταν ο Τάκης. Πρόδωσε τον καλύτερό του φίλο!
    Πρόδωσε την εμπιστοσύνη που του δείξαμε
  2. φέρομαι διπρόσωπα και απατώ τον ερωτικό μου σύντροφο
    Με πρόδωσες με την καλύτερή μου φίλη!
  3. διαψεύδω τις προσδοκίες άλλων ή και τις δικές μου για τον εαυτό μου, άθελά μου
    Θέλω να συνεχίσω να δουλεύω, αλλά πια με προδίδει η μνήμη μου και γενικά οι πνευματικές μου δυνάμεις. Πρέπει να βγω στη σύνταξη.
  4. διαψεύδω εσκεμμένα ελπίδες και προσδοκίες άλλων ή δικές μου
    Εγινε ίδιος με αυτούς που κατηγορούσε. Πρόδωσε τις αρχές του
  5. μια ακούσια συμπεριφορά ή μια λεπτομέρεια που δεν πρόσεξα, αποκαλύπτει άθελά μου κάτι που δεν ήθελα να φανερώσω
    Τον προδίδει το ένοχο βλέμμα του
    Την πρόδωσε το κινητό γιατί ο άντρας της βρήκε μηνύματα από τον εραστή της

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία