Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η προδοσία οι προδοσίες
      γενική της προδοσίας των προδοσιών
    αιτιατική την προδοσία τις προδοσίες
     κλητική προδοσία προδοσίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

προδοσία < αρχαία ελληνική προδοσία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

προδοσία θηλυκό

  1. ενέργεια που στρέφεται εναντίον της πατρίδας, ιδίως η αποκάλυψη στρατιωτικών μυστικών σε εχθρική δύναμη ή η με οποιοδήποτε τρόπο προσχώρηση στον αντίπαλο· η εσχάτη προδοσία
  2. ενέργεια με την οποία κάποιος παραβιάζει ισχυρή ηθική δέσμευση απέναντι σε άλλους ανθρώπους, φίλους, συνεργάτες, ομοϊδεάτες κλπ

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία