παράμεσος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- παράμεσος < ελληνιστική κοινή παράμεσος < παρά- + αρχαία ελληνική μέσος
Επίθετο
επεξεργασίαπαράμεσος, -η, -ο αρσενικό
Συγγενικά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπαράμεσος αρσενικό
Δείτε επίσης
επεξεργασίααντίχειρας | δείκτης | μέσος | παράμεσος | μικρός |
Μεταφράσεις
επεξεργασία επίθετο