μέση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μέση | οι | μέσες |
γενική | της | μέσης | — | |
αιτιατική | τη | μέση | τις | μέσες |
κλητική | μέση | μέσες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «ζέστη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μέση <
- έννοια «μεσαίο μέρος» < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική μέση, θηλυκό του μέσος
- για το μέρος του σώματος < σημασία από τη (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μέση[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈme.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μέ‐ση
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμέση θηλυκό
- το μεσαίο τμήμα μιας απόστασης ή ενός χώρου, το κεντρικό τμήμα, που ισαπέχει από τα δύο άκρα
- το μεσαίο τμήμα ενός χρονικού διαστήματος
- το μέρος εκείνο του κορμού ενός ανθρώπου που βρίσκεται πάνω από τους γλουτούς και κάτω από τα πλευρά
- το μέρος του ενδύματος που αντιστοιχεί στο παραπάνω αναφερόμενο τμήμα του κορμού
Συγγενικά
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασία- αφήνω στη μέση: δεν ολοκληρώνω, δεν τελειώνω κάτι
- βγάζω απ’ τη μέση:
- βγάζω στη μέση: παρουσιάζω κάτι
- βγαίνω απ’ τη μέση: φεύγω, εξαφανίζομαι, δεν παίζω πια κάποιο ρόλο
- μέσες άκρες:
- λυγίζω τη μέση μου: συμπεριφέρομαι δουλοπρεπώς
- μου βγαίνει η μέση: κουράζομαι υπερβολικά ή ταλαιπωρούμαι
- μπαίνω στη μέση:
Μεταφράσεις
επεξεργασία το μεσαίο τμήμα μιας απόστασης ή ενός χώρου
το μέρος ενός ανθρώπου
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ μέση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας