ενικός         πληθυντικός  
waist waists

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

waist (en)

  1. (ανατομία) η μέση
    ⮡  I am wearing a sash around my waist.
    Φοράω ζουνάρι στη μέση μου.
  2. η μέση, το μέρος του ενδύματος που αντιστοιχεί στη μέση
    ⮡  pants with an elastic waist - παντελονια με λαστιχο στη μεση
     συνώνυμα: waistband