Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κουράζομαι
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ρήμα
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Σύνθετα
1.2.3
Συνώνυμα
1.2.4
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
κουράζομαι
<
κουράζω
Ρήμα
επεξεργασία
κουράζομαι
αισθάνομαι αδυναμία
καταβάλλω υπερβολική προσπάθεια για να πετύχω κάτι
Συγγενικά
επεξεργασία
κούραση
κουραστικός
Σύνθετα
επεξεργασία
ξανακουράζομαι
ξεκουράζομαι
παρακουράζομαι
Συνώνυμα
επεξεργασία
εξαντλούμαι
καταβάλλομαι
καταπονούμαι
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κουράζομαι
αγγλικά
: I am
tired
(en)
γαλλικά
:
se fatiguer
(fr)
ισπανικά
:
cansarse
(es)
,
fatigarse
(es)
πολωνικά
:
męczyć się
(pl)