• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

κουράζομαι

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ρήμα
      • 1.2.1 Συγγενικά
      • 1.2.2 Σύνθετα
      • 1.2.3 Συνώνυμα
      • 1.2.4 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία

Ετυμολογία

επεξεργασία
κουράζομαι < κουράζω

Ρήμα

επεξεργασία

κουράζομαι

  1. αισθάνομαι αδυναμία
  2. καταβάλλω υπερβολική προσπάθεια για να πετύχω κάτι

Συγγενικά

επεξεργασία
  • κούραση
  • κουραστικός

Σύνθετα

επεξεργασία
  • ξανακουράζομαι
  • ξεκουράζομαι
  • παρακουράζομαι

Συνώνυμα

επεξεργασία
  • εξαντλούμαι
  • καταβάλλομαι
  • καταπονούμαι

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    κουράζομαι
  • αγγλικά : I am tired (en)
  • γαλλικά : se fatiguer (fr)
  • ισπανικά : cansarse (es), fatigarse (es)
  • πολωνικά : męczyć się (pl)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=κουράζομαι&oldid=7124889"
Τελευταία επεξεργασία στις 14 Μαΐου 2025, στις 17:59

Γλώσσες

    • English
    • Malagasy
    • Türkçe
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 14 Μαΐου 2025, στις 17:59.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας