Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η κούραση
      γενική της κούρασης
    αιτιατική την κούραση
     κλητική κούραση
Και ποιητικός πληθυντικός, οι κούρασες.
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κούραση < μεσαιωνική ελληνική κούραση < κουράζω + -ση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κούραση θηλυκό

Συνώνυμα επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Εκφράσεις επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία