πεθαμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πεθαμένος: μετοχή, επιθετικοποιημένη μετοχή και ουσιαστικοποιημένη μετοχή
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /pe.θaˈme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πε‐θα‐μέ‐νος
Μετοχή επεξεργασία
πεθαμένος, -η, -ο
- μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος πεθαίνω: που έχει πεθάνει
- ↪ (ως μετοχή) Ήρθα πεθαμένος από την κούραση και θέλω να ξαπλώσω.
- ↪ (ως επίθετο) Είδα ένα πεθαμένο σκυλί στην άκρη του δρόμου.
- ※ (ως ουσιαστικό) Οι ζωντανοί με τους ζωντανούς, κ' οι πεθαμένοι με τους πεθαμένους.
- Παροιμία όπως καταγράφτηκε στην Ήπειρο το 1877 @kentrolaografias.gr
- ≈ συνώνυμα: νεκρός
- ≠ αντώνυμα: ζωντανός
- (μεταφορικά) υπερβολικά κουρασμένος
- ↪ Είμαι πεθαμένη απ' τη δουλειά σήμερα. Έκανα φασίνα όλο το σπίτι.
- ≈ συνώνυμα: εξουθενωμένος, εξαντλημένος, κατάκοπος, ψόφιος
- (μεταφορικά) χαμένος, χωρίς μέλλον ή ελπίδα
Αντώνυμα επεξεργασία
Συνώνυμα επεξεργασία
σε λόγιο ύφος: |
Εκφράσεις επεξεργασία
- Θεός σχωρέσ' τα πεθαμένα σου
- δείτε περισσότερες εκφράσεις για τα #Συνώνυμα
Παράγωγα επεξεργασία
- πεθαμένα (ουδέτερο πληθυντικός)
Μεταφράσεις επεξεργασία
πεθαμένος
Πηγές επεξεργασία
- πεθαμένος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- πεθαμένος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- πεθαμένος pdf - Κάτος, Γιώργος Β. (2016) Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής μας γλώσσας. Θεσσαλονίκη, 2016 στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας- Αναζήτηση:'πεθαμένος'.