Δείτε επίσης: κατάσκοπος
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κατάκοπος η κατάκοπη το κατάκοπο
      γενική του κατάκοπου της κατάκοπης του κατάκοπου
    αιτιατική τον κατάκοπο την κατάκοπη το κατάκοπο
     κλητική κατάκοπε κατάκοπη κατάκοπο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κατάκοποι οι κατάκοπες τα κατάκοπα
      γενική των κατάκοπων των κατάκοπων των κατάκοπων
    αιτιατική τους κατάκοπους τις κατάκοπες τα κατάκοπα
     κλητική κατάκοποι κατάκοπες κατάκοπα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κατάκοπος < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή κατάκοπος < κατακόπτω < κατά + κόπτω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *kop-[1] (χτυπώ, πελεκώ)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /kaˈta.ko.pos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐τά‐κο‐πος

  Επίθετο

επεξεργασία

κατάκοπος, -η, -ο

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / κατάκοπος τὸ κατάκοπον
      γενική τοῦ/τῆς κατακόπου τοῦ κατακόπου
      δοτική τῷ/τῇ κατακόπ τῷ κατακόπ
    αιτιατική τὸν/τὴν κατάκοπον τὸ κατάκοπον
     κλητική ! κατάκοπε κατάκοπον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ κατάκοποι τὰ κατάκοπ
      γενική τῶν κατακόπων τῶν κατακόπων
      δοτική τοῖς/ταῖς κατακόποις τοῖς κατακόποις
    αιτιατική τοὺς/τὰς κατακόπους τὰ κατάκοπ
     κλητική ! κατάκοποι κατάκοπ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ κατακόπω τὼ κατακόπω
      γεν-δοτ τοῖν κατακόποιν τοῖν κατακόποιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κατάκοπος < αρχαία ελληνική κατακόπτω < κατά- + κόπτω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *kop-[1] (χτυπώ, πελεκώ)

  Επίθετο

επεξεργασία

κατάκοπος, -ος, -ον

  1. (ελληνιστική κοινή) που είναι πολύ κουρασμένος, κατάκοπος, καταπονημένος
  2. (ελληνιστική κοινή) πληκτικός, βαρετός

Συγγενικά

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. 1,0 1,1 Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.