κρεπαρισμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κρεπαρισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος κρεπάρω
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /kɾe.pa.ɾiˈzme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κρε‐πα‐ρι‐σμέ‐νος
Μετοχή επεξεργασία
κρεπαρισμένος, -η, -ο
- (οικείο) που είναι εξοντωμένος από υπερβολική προσπάθεια
- ≈ συνώνυμα: είμαι μπιελάρ, κατακουρασμένος, κατάκοπος
- (για μαλλιά) που έχουν κρεπαριστεί και είναι φουσκωμένα
Μεταφράσεις επεξεργασία
κουρασμένος (οικείο)
|
για τα μαλλιά
|