Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κρεπαρισμένος η κρεπαρισμένη το κρεπαρισμένο
      γενική του κρεπαρισμένου της κρεπαρισμένης του κρεπαρισμένου
    αιτιατική τον κρεπαρισμένο την κρεπαρισμένη το κρεπαρισμένο
     κλητική κρεπαρισμένε κρεπαρισμένη κρεπαρισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κρεπαρισμένοι οι κρεπαρισμένες τα κρεπαρισμένα
      γενική των κρεπαρισμένων των κρεπαρισμένων των κρεπαρισμένων
    αιτιατική τους κρεπαρισμένους τις κρεπαρισμένες τα κρεπαρισμένα
     κλητική κρεπαρισμένοι κρεπαρισμένες κρεπαρισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

κρεπαρισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος κρεπάρω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /kɾe.pa.ɾiˈzme.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κρε‐πα‐ρι‐σμέ‐νος

  Μετοχή επεξεργασία

κρεπαρισμένος, -η, -ο

  1. (οικείο) που είναι εξοντωμένος από υπερβολική προσπάθεια
     συνώνυμα: είμαι μπιελάρ, κατακουρασμένος, κατάκοπος
  2. (για μαλλιά) που έχουν κρεπαριστεί και είναι φουσκωμένα

  Μεταφράσεις επεξεργασία