μπιελάρ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μπιελάρ < (άμεσο δάνειο) αγγλική blr < beyond local repair[1] (πέραν τοπικής επισκευής, χρειάζεται εργοστασική επισκευή)
Προφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασία- για μηχάνημα που έχει βλάβη που δεν επιδέχεται επισκευής επί τόπου
- (μεταφορικά) για άτομο που έχει εξαντληθεί, τρελαθεί
Εκφράσεις
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- μπιέλα (από τα ιταλικά)
Μεταφράσεις
επεξεργασία μπιελάρ
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ μπιελάρ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Ως επίρρημα στο Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)