Δείτε επίσης: μπιέλα

Ετυμολογία

επεξεργασία
μπιελάρ < (άμεσο δάνειο) αγγλική blr < beyond local repair[1] (πέραν τοπικής επισκευής, χρειάζεται εργοστασική επισκευή)

μπιελάρ[2] άκλιτο (οικείο)

  1. για μηχάνημα που έχει βλάβη που δεν επιδέχεται επισκευής επί τόπου
  2. (μεταφορικά) για άτομο που έχει εξαντληθεί, τρελαθεί
     συνώνυμα: κρεπαρισμένος, κατάκοπος

Εκφράσεις

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. μπιελάρ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Ως επίρρημα στο Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)