Ετυμολογία 1

επεξεργασία

κρεπάρω, στ.μέλλ.: θα κρεπάρω, αόρ.: κρέπαρα/κρεπάρισα, μτχ.π.π.: κρεπαρισμένος χωρίς παθητική φωνή

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία


Ετυμολογία 2

επεξεργασία
κρεπάρω < (άμεσο δάνειο) γαλλική crêp(er) + -άρω < crêpe (ύφασμα κρεπ)