κρεπάρω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /kɾeˈpa.ɾo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κρε‐πά‐ρω
Ετυμολογία 1 επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
κρεπάρω, στ.μέλλ.: θα κρεπάρω, αόρ.: κρέπαρα/κρεπάρισα, μτχ.π.π.: κρεπαρισμένος χωρίς παθητική φωνή
Συγγενικά επεξεργασία
Κλίση επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Ετυμολογία 2 επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
κρεπάρω, στ.μέλλ.: θα κρεπάρω, αόρ.: κρέπαρα, παθ.φωνή: κρεπάρομαι, π.αόρ.: κρεπαρίστηκα, μτχ.π.π.: κρεπαρισμένος