Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /kɾeˈpa.ɾo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κρε‐πά‐ρω

  Ετυμολογία 1 επεξεργασία

κρεπάρω < (άμεσο δάνειο) ιταλική crepar(e) + < λατινική crepo

  Ρήμα επεξεργασία

κρεπάρω, στ.μέλλ.: θα κρεπάρω, αόρ.: κρέπαρα/κρεπάρισα, μτχ.π.π.: κρεπαρισμένος χωρίς παθητική φωνή

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

→ λείπει η κλίση

  Μεταφράσεις επεξεργασία


  Ετυμολογία 2 επεξεργασία

κρεπάρω < (άμεσο δάνειο) γαλλική crêp(er) + -άρω < crêpe (ύφασμα κρεπ)

  Ρήμα επεξεργασία

κρεπάρω, στ.μέλλ.: θα κρεπάρω, αόρ.: κρέπαρα, παθ.φωνή: κρεπάρομαι, π.αόρ.: κρεπαρίστηκα, μτχ.π.π.: κρεπαρισμένος

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

→ λείπει η κλίση

  Μεταφράσεις επεξεργασία