καταρρέω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καταρρέω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική καταρρέω < κατα- + -ρρέω (ῥέω) με ρρ και σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική écrouler [1] Δε σχετίζεται ο καταρράκτης.
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ka.taˈɾe.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐ταρ‐ρέ‐ω
Ρήμα
επεξεργασίακαταρρέω, πρτ.: κατέρρεα, αόρ.: κατέρρευσα (χωρίς παθητική φωνή)
- πέφτω προς τα κάτω, γκρεμίζομαι
- ⮡ η γέφυρα κατέρρευσε
- → δείτε τη λέξη σωριάζομαι
- (μεταφορικά) πέφτω οικονομικά
- ⮡ οι τιμές της αγοράς κατέρρευσαν
- (συναισθηματικά) υποκύπτω σε μεγάλη στεναχώρια
- ⮡ Όταν έμαθα για την κηδεία του, κατέρρευσα.
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη ρέω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | καταρρέω | κατέρρεα | θα καταρρέω | να καταρρέω | καταρρέοντας | |
β' ενικ. | καταρρέεις | κατέρρεες | θα καταρρέεις | να καταρρέεις | κατάρρεε | |
γ' ενικ. | καταρρέει | κατέρρεε | θα καταρρέει | να καταρρέει | ||
α' πληθ. | καταρρέουμε | καταρρέαμε | θα καταρρέουμε | να καταρρέουμε | ||
β' πληθ. | καταρρέετε | καταρρέατε | θα καταρρέετε | να καταρρέετε | καταρρέετε | |
γ' πληθ. | καταρρέουν(ε) | κατέρρεαν καταρρέαν(ε) |
θα καταρρέουν(ε) | να καταρρέουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κατέρρευσα | θα καταρρεύσω | να καταρρεύσω | καταρρεύσει | ||
β' ενικ. | κατέρρευσες | θα καταρρεύσεις | να καταρρεύσεις | κατάρρευσε | ||
γ' ενικ. | κατέρρευσε | θα καταρρεύσει | να καταρρεύσει | |||
α' πληθ. | καταρρεύσαμε | θα καταρρεύσουμε | να καταρρεύσουμε | |||
β' πληθ. | καταρρεύσατε | θα καταρρεύσετε | να καταρρεύσετε | καταρρεύστε | ||
γ' πληθ. | κατέρρευσαν καταρρεύσαν(ε) |
θα καταρρεύσουν(ε) | να καταρρεύσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω καταρρεύσει | είχα καταρρεύσει | θα έχω καταρρεύσει | να έχω καταρρεύσει | ||
β' ενικ. | έχεις καταρρεύσει | είχες καταρρεύσει | θα έχεις καταρρεύσει | να έχεις καταρρεύσει | ||
γ' ενικ. | έχει καταρρεύσει | είχε καταρρεύσει | θα έχει καταρρεύσει | να έχει καταρρεύσει | ||
α' πληθ. | έχουμε καταρρεύσει | είχαμε καταρρεύσει | θα έχουμε καταρρεύσει | να έχουμε καταρρεύσει | ||
β' πληθ. | έχετε καταρρεύσει | είχατε καταρρεύσει | θα έχετε καταρρεύσει | να έχετε καταρρεύσει | ||
γ' πληθ. | έχουν καταρρεύσει | είχαν καταρρεύσει | θα έχουν καταρρεύσει | να έχουν καταρρεύσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία καταρρέω
συναισθηματικά
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ καταρρέω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Ετυμολογία
επεξεργασία- καταρρέω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική καταρρέω. Μορφολογικά αναλύεται σε κατα- + -ρρέω (< αρχαία ελληνική ῥέω)
Ρήμα
επεξεργασίακαταρρέω
Παράγωγα
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- καταρρέω - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καταρρέω < κατα- + -ρρέω (< αρχαία ελληνική ῥέω)
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- καταρρέω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- καταρρέω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.