Ετυμολογία

επεξεργασία

καταρρέω, πρτ.: κατέρρεα, αόρ.: κατέρρευσα (χωρίς παθητική φωνή)

  1. πέφτω προς τα κάτω, γκρεμίζομαι
      η γέφυρα κατέρρευσε
     δείτε τη λέξη σωριάζομαι
  2. (μεταφορικά) πέφτω οικονομικά
      οι τιμές της αγοράς κατέρρευσαν
  3. (συναισθηματικά) υποκύπτω σε μεγάλη στεναχώρια
      Όταν έμαθα για την κηδεία του, κατέρρευσα.

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία

Ετυμολογία

επεξεργασία
καταρρέω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική καταρρέω. Μορφολογικά αναλύεται σε κατα- + -ρρέω (< αρχαία ελληνική ῥέω)



Ετυμολογία

επεξεργασία