σωριάζομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σωριάζομαι: παθητική φωνή του ρήματος σωριάζω
Ρήμα
επεξεργασίασωριάζομαι
Μεταφράσεις
επεξεργασία σωριάζομαι
- → δείτε τη λέξη καταρρέω
Ρηματικός τύπος
επεξεργασίασωριάζομαι
- παθητική φωνή του ρήματος σωριάζω